- αλατοφόρος
- -α, -οτόπος που περιέχει αλάτι: Στην περιοχή εκείνη επισημάνθηκαν αλατοφόρα στρώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αλατοφόρος — α, ο αυτός που περιέχει αλάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άλας, ατος + φόρος (< φέρω) πρβλ. αγγλ. saliferous] … Dictionary of Greek